- μετωπαδόν
- μετ-ωπηδόν, u. μετ-ωπαδόν, stirnwärts, mit der Stirn od. Front, von einer Reihe von Schiffen, welche eine geschlossene Front bilden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μετωπαδόν — (Α) βλ. μετωπηδόν … Dictionary of Greek
μετωπαδόν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωπηδόν — (Α μετωπηδόν και μετωπαδόν) επίρρ. με το πρόσωπο στραμμένο προς τα εμπρός, κατά μέτωπο, κατά πρόσωπο, κατά παράταξη («τὰς μὲν ἀρχάς ἐπιβαλεῑν μετωπηδὸν ποιούμενος τὴν ἔφοδον», Πολ.) αρχ. (για πλοία) κατά γραμμή, κατά παράταξη («μετωπηδὸν ἔταξαν… … Dictionary of Greek
ομαδόν — (Μ ὁμαδόν) επίρρ. ομαδικά, όλοι ή όλα μαζί και ταυτοχρόνως («ὁμαδὸν διανήξασθαι τὸν πορθμόν», Ανν. Κομν.) νεοελλ. φρ. «πυρ [ή πυρά] ομαδόν» στρ. πυρά που εκτελούνται από όλους συγχρόνως τους άνδρες στρατιωτικής μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός +… … Dictionary of Greek